ποζάρω

ποζάρω
1. παίρνω ορισμένη στάση για να φωτογραφηθώ.
2. παίρνω ύφος για να κάνω εντύπωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποζάρω — ποζάρω, πόζαρα και ποζάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποζάρω — Ν 1. παίρνω στάση κατάλληλη για να φωτογραφηθώ ή για να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο από καλλιτέχνες 2. παίρνω προσποιητή στάση, συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posare (βλ. και λ. πόζα)] …   Dictionary of Greek

  • ποζάρισμα — το, Ν [ποζάρω] το να ποζάρει κανείς σε φωτογράφο, σε ζωγράφο ή γλύπτη …   Dictionary of Greek

  • σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β …   Dictionary of Greek

  • επαγγέλλομαι — επαγγέλθηκα, επαγγελμένος, μτβ. 1. υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Η κυβέρνηση επαγγέλλεται μισθολογικές αυξήσεις. 2. εξασκώ επάγγελμα, δηλ. βιοποριστικό έργο: Επαγγέλλεται το δικηγόρο. 3. μτφ., προσποιούμαι τον, παρασταίνω τον, ποζάρω για: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”